σανιδόσκαλα

σανιδόσκαλα
η трап, сходни

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σανιδόσκαλα" в других словарях:

  • σανιδόσκαλα — η, Ν ναυτ. α) πρόχειρη κινητή σκάλα πλοίου η οποία χρησιμοποιείται για την επιβίβαση και αποβίβαση τών επιβατών όταν το πλοίο πλευρίζει στην αποβάθρα β) σανίδα επικοινωνίας μικρού σκάφους με την ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανίδα + σκάλα] …   Dictionary of Greek

  • σανιδόσκαλα — η πρόχειρη σκάλα που χρησιμοποιείται για την επιβίβαση των επιβατών στο πλοίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»