- σανιδόσκαλα
- η трап, сходни
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σανιδόσκαλα — η, Ν ναυτ. α) πρόχειρη κινητή σκάλα πλοίου η οποία χρησιμοποιείται για την επιβίβαση και αποβίβαση τών επιβατών όταν το πλοίο πλευρίζει στην αποβάθρα β) σανίδα επικοινωνίας μικρού σκάφους με την ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανίδα + σκάλα] … Dictionary of Greek
σανιδόσκαλα — η πρόχειρη σκάλα που χρησιμοποιείται για την επιβίβαση των επιβατών στο πλοίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)